περικεντρικός

περικεντρικός
-ή, -ό, Ν [περίκεντρο]
φρ. «περικεντρική αναστροφή»
βιολ. τύπος χρωματοσωματικής μετάλλαξης κατά την οποία ένα τμήμα τού χρωματοσωμικού υλικού έχει αναστραφεί, δηλαδή έχει στραφεί κατά 180° και έχει ενωθεί ξανά με το χρωματόσωμα συμπεριλαμβάνοντας το κεντρομέρος, σε αντιδιαστολή προς την παρακεντρική αναστροφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”